μακρᾶς

μακρᾶς
μακρός
long
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακράς — μακρά̱ς , μακρός long fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκρας — μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem acc pl μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • далечьныи — (4*) пр. Долгий, продолжительный: далечнаго ради съшестви˫а. КР 1284, 137а; По(д)бьны˫а ради вины. и вѩще четырь лѣтъ прѣлагаетсѩ ѡбрѹченье. или недѹга ради ѡбрѹченика. или ѡбрѹче(н)ца и(л) далечьнаго ра(д) ѿшествиѩ по нѹжі. (μακρᾶς) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • далече — (242) нар. 1.Далеко, дальше, подальше: Ѥгда тѩ призоветь <сильныи> то не отъстѹпа<и и> ѥгда паче призоветь тѩ. то не нападаи да не <отъринеши себе> и не стани далече да не забъвенъ бѹдеши. (μακράν) Изб 1076, 163; аще и далече… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • дальнии — (47) пр. 1. Далекий, дальний: бѣ ѹбо ѿтолѣ. не тъкмо въ цр(с)твѣ. нъ и въ инѣхъ градѣхъ. и въ дальнихъ земл˫ахъ ѹстрьмлѥниѥ на злоѥ дѣ˫аниѥ сице. (ποῤῥωτέρω) ЖФСт XII, 65 об.; повелѣвъ на дальнѥѥ мѣсто вести ст҃аго. (μακροτέρω) Там же, 122 об.;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”